ούφο

ούφο
το
1. ιπτάμενο αντικείμενο άγνωστης προέλευσης το οποίο πιστεύεται ότι προέρχεται από εξωγήινους πολιτισμούς
2. (κατ' επέκτ.) (για πρόσ.) αυτός τού οποίου ορισμένα στοιχεία στην εμφάνιση ή ορισμένες εκδηλώσεις στη συμπεριφορά ξενίζουν και προσφέρονται για διακωμώδηση ή ο άσχετος προς την πραγματικότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < U.F.O., αρχικά της αγγλ. φρ. unidentified flying object «ιπτάμενο αντικείμενο άγνωστης ταυτότητας»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”